obcecación - ορισμός. Τι είναι το obcecación
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι obcecación - ορισμός


obcecado      
obcecado, -a ("con, en, por") Participio adjetivo de "obcecar[se]": "Ahora estás obcecado y no encontrarás la solución del problema. Está obcecado y no es capaz de ver ningún defecto en esa muchacha". Ofuscado, ciego.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για obcecación
1. Gyenes se caracterizaba por perseguir con obcecación la belleza, "sacar a los hombres como son y a las mujeres como quieren ser", resumía él.
2. Pero la pena se rebajó por la atenuante de "arrebato y obcecación", circunstancia que el tribunal relaciona con El diario de Patricia.
3. Esa obcecación le centrifuga y sitúa inconscientemente extramuros para combatir el núcleo de su adversario cuando debería saber mantenerse en ese mismo núcleo.
4. CARMEN DEL RIEGO – 20/01/2006 MADRID – Las advertencias del jefe de la Fuerza Terrestre, teniente general José Mena Aguado, el día de la Pascua Militar, no fueron fruto de un momento de obcecación.
5. Las tres películas son fruto de "la extraña obcecación de llevar a Valle-Inclán a televisión", en palabras de García Sánchez, por parte de los actores Galiardo y Diego, de Azcona y de él mismo.
Τι είναι obcecado - ορισμός